Η Ελληνικη Οικογένεια(πως καταντήσαμε Λοχία)
Γραφει ο Βασίλης Διαμαντής
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ
είναι µια πολύ αγαπημένη οικογένεια. Είναι
ο αγαπηµένος µου µπαµπάς,
η αγαπηµένη µου µαµά,
ο αγαπηµένος µου αδελφός.
Τον αγαπηµένο µου µπαµπά δεν τον ßλέπω ποτέ, γιατί φεύγει το πρωί για τη δουλειά
και γυρίζει τα µεσάνυχτα. Δηλαδή κανονικάγυρίζει στις 7.00 µ. µ., αλλά κάνει και πέντεώρες γύρω - γύρω το τετράγωνο µέχρι να ßρεινα παρκάρε
Κι όταν έρχεται δεν είναι και πολύ χαρούµενος και καθόλου
δεν µοιάζει µε τους µπαµπάδες των διαφηµίσεωνπου µπαίνουν µέσα µε δωράκια και σοκολάτεςπου µπαίνουν µέσα µε δωράκια και σοκολάτεςκαι τα παιδιά πηδάνε στην αγκαλιά του κι αυτός γελάει και τα στριφογυρίζει ψηλά
Εµάς λέει: «Άι σιχτίρι,το κωλοκράτος µου µέσα!!» και ßροντάειτα κλειδιά στο συρτάρι
Την αγαπηµένη µου µαµά δεν τη ßλέπω επίσης,γιατί κι αυτή δουλεύει αλλά έρχεται σπίτι
µε το λεωφορείο.
Και µετά πλένει, σιδερώνει, σφουγγαρίζει,µαγειρεύει και ßρίζει τον µπαµπά που δεν
πήρε τυρί τριµµένο από το σούπερ µάρκετ.Και δεν µοιάζει καθόλου µε τις µαµάδες
των διαφηµίσεων, γιατί δεν µαγειρεύει ßαµµένη
ούτε µε ψηλοτάκουνα.
Κι όταν λερώσουµετο µπλουζάκι µε σοκολάτες δεν γελάει χαρούµενη
που έχει το σωστό απορρυπαντικό, αλλά µαςλέει: «Ε, ßέßαια. Άµα έχετε τη δουλάρα!!
Άντε ßγάλτο, τελείωνε, ΤΕΛΕΙΩΝΕ λέµε, τηντύχη µου που στραßώθηκα και τον παντρεύτηκα!!».
Τον αγαπηµένο µου αδελφό δεν τον ßλέπω ποτέ, γιατί λείπουµε κι οι δυο στο σχολείο
και µετά εκείνος πηγαίνει φροντιστήριο και µετά κλείνεται στο δωµάτιό του και
µετά ανοίγει το κοµπιούτερ του και µετάψάχνει γυµνές κυρίες και µετά τις ßρίσκει
και µετά χαίρεται.
Ο µπαµπάς µου, ηµαµά µου, ο αδελφός µου κι εγώ είµαστε µια
πολύ αγαπηµένη οικογένεια και κάθε Κυριακή µεσηµέρι κάνουµε ένα πολύ αγαπηµένο οικογενειακό τραπέζι κι εκεί έχουµε όλο τον χρόνο νατσακωθούµε µεταξύ µεταξυ μας
Ο µπαµπάς µαλώνειτον αδελφό µου που δεν διαßάζει αρκετάκαι µετά µαλώνει εµένα ποy
δεν τα τρώω τα παντζάρια.
Και µετά η µαµά µαλώνει τον µπαµπά µου γιατί
µας µαλώνει, γιατί είναι «αντιπαιδαγωγικό»λέει.
Και µετά η µαµά µουµαλώνει τον αδελφό µου που πετάει τα µποξεράκια
του στη µοκέτα κι έχει και τη µέση της καιµετά µαλώνει εµένα που θέλω να µου πάρουνε κινητό.
Και µου λέει: «Έκανε κι η µύγα κ** καιζητάει κινητό».
Κι εγώ της λέω: «Η Ευαγγελία γιατί έχεικινητό που είναι και 27 µέρες µικρότερη;».
Κι η µαµά µου µού λέει: «Δεν µε νοιάζειτι κάνει η Ευαγγελία, εµένα µε νοιάζει τι
κάνει το δικό µου το παιδί».
Και φωνάζει και ο µπαµπάς τής λέει: «Τώρα
που ουρλιάζεις εσύ, δεν είναι αντιπαιδαγωγικό;»
Κι η µαµά τού λέει: «Δεν ουρλιάζω, συζήτησηκάνουµε».
Κι ο µπαµπάς µου της λέει: «Ναι, έχεις δίκιο.Μπορεί στο ισόγειο να µη σ' άκουσαν!».
Κι η µαµά του λέει: «Έχε χάρη που είναι τα παιδιά, αλλιώς θα σου ´λεγα τώρα!».
Και δεν του λέει.
ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΝΕΝΑΣ δεν µιλάει για πολλή ώρα.
Κι ακούγονται µόνο τα πιρούνια, τα µαχαίρια κι ο αδελφός µου που κάνει κλάπα κλούπα
µε τη γλώσσα του.
Κι η µαµά τού λέει: «Δεν µπορείς να φας σαν άνθρωπος;»
Κι ο αδελφός µου της λέει: «Σαν άνθρωπος
τρώω».
Κι η µαµά µου του λέει: «Θα σε καλέσουνεσε κάνα σπίτι, ρεζίλι θα γίνουµε».
Κι ο µπαµπάς µου της λέει: «Μπορείς να σταµατήσεις µία στιγµή, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α, αυτό
το µπουρ µπουρ µπουρ, µες στ´ αυτί µου;;.
Έλεος δηλαδή, ΕΛΕΟΣ, Ε-Λ-Ε-Ο-Σ!».
Κι η µαµά µου λέει: «Δεν φτάνει που έχωγίνει χίλια κοµµάτια να σας υπηρετώ όλους
εδώ µέσα, µια καλή κουßέντα να ακούσω, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α».
Κι ο µπαµπάς µου της λέει: «Έριξες πολύαλάτι, λύσσα το ´κανες».
Κι η µαµά τού λέει: «Ορίστε, εκεί που µαςχρωστάγανε, µας πήραν και το ßόδι».
Κι εγώ ρωτάω: «Πότε είχαµε ßόδι και µαςτο πήρανε;».
Κι ο αδελφός µου
µού λέει: «Είσαι µ***».
Κι εγώ ßάζω τα κλάµατα και λέω: «Με
λέει **».
Κι ο µπαµπάς µου του λέει: «Μη λες την αδελφήσου µαλακισµένο».
Κι ο αδελφός µου λέει: «Αφού είναι!»
Κι η µαµά µου λέει: «Δεν θέλω ναακούω τέτοιες λέξεις εδώ µέσα!».
Κι ο αδελφός µου της λέει: «Όταν τις λέει
ο µπαµπάς είναι καλά;».
Κι η µαµά µου λέει στον µπαµπά µου: Κι ο µπαµπάς µου«Ορίστε,
είδες το παράδειγµα που δίνεις στα ίδια
σου τα παιδιά».
λέει: «Μια µπουκιά δεν µπορούµε να φαρµακώσουµεσ´αυτό το σπίτι, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α».
Κι η µαµά µου του λέει: «Τι µπουκιά, εσύδεν είπες είναι λύσσα; Κι άµα δεν
σ´ αρέσει, να πας να σου µαγειρεύει η Βιßή».
Κι εγώ λέω: «Ποια είναι η Βιßή».
Κι η µαµά λέει: «Ποια είναι η Βιßή, Μανώλη;Πες στο παιδί σου, στο σπλάχνο σου
στην κόρη σου ποια είναι η Βιßή, Μανώλη».
Κι ο πατέρας µου λέει: «Η κυρία Βιßή είναι
µια εξαίρετη συνάδελφος κι η µάνα σας είναι µια τρελή γυναίκα».
Κι η µαµά λέει: «Γι´ αυτό γυρίζουµε µεσάνυχτα,Μανώλη; Επειδή η Βιßή είναι µια εξαίρετησυνάδελφος, Μανώλη;».
Κι ο µπαµπάς λέει: «Γυρίζουµε µεσάνυχτα,
διότι τα µεσάνυχτα ßρίσκουµε να παρκάρουµε.
Άντε να δούµε πού θα φτάσει ο πληθωρισµός
πια».
Κι η µαµά µου του λέει: «Έχε χάρη που είναι
τα παιδιά, αλλιώς σου ´λεγα εγώ».
Κι ο µπαµπάς της λέει: «Τι θα µου ´λεγες
εσύ;».
Κι η µαµά του λέει: «Το δισάκι µου στον ώµο, για τον δρόµο, για τον δρόµο, αυτό
θα σου ´λεγα εγώ».
Κι εγώ λέω: «Έγιν´ η ßροχή χαλάζι, δεν µενοιάζει, δεν µε νοιάζει ει ει ει ει ».
Κι ο µπαµπάς κι η µαµά µού λένε: «ΣΤΑΜΑΤΑ!!!»
και σταµατάω.
ΚΑΙ ΠΕΦΤΕΙ ΠΑΛΙ µια σιωπή, ντράγκα ντούγκατα πιρούνια.
Κι ο αδελφός µου λέει: «Έφαγα, πάω µέσα».
Κι ο µπαµπάς µου του λέει: «Δεν έχει να
πας πουθενά. Τώρα τρώµε όλοι µαζί σαν οικογένεια».
Κι η µαµά µου του λέει: «Έχει δίκιο ο πατέραςσου, να κάτσεις εκεί που κάθεσαι».
Και καθόµαστε όλοιεκεί που καθόµαστε.
Βασίλης Διαμαντής
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου